Το σχίσμα του 1054 είναι μια ιστορική τομή που σηματοδοτεί τον διαχωρισμό της Δυτικής Εκκλησίας (με έδρα την Ρώμη) με την Ανατολική (με έδρα την Κωνσταντινούπολη). Ποια είναι, όμως τα αίτια; Πώς οδηγήθηκαν οι Εκκλησίες στην απόφαση του διαχωρισμού και με ποιον τρόπο έγινε το σχίσμα;
Οι βαθιές διαφορές τους ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα. Τον 6ο αιώνα μερικές λατινόφωνες εκκλησίες πρόσθεσαν τα λόγια «και από τον Υιό» (Filioque) στην περιγραφή της πηγής του Αγίου Πνεύματος, ενώ στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 κατά το πρώτο Σύμβολο της Πίστεως είχε αποφασιστεί πως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Θεό – πατέρα («το εκ του Πατρός εκπορευόμενον»). Αυτή η θεολογική διαφορά ήταν η βασική αφορμή, ώστε η Ανατολική Εκκλησία να θεωρήσει ως αιρετικούς τους Δυτικούς ήδη από το 879 στο πλαίσιο της Η’ Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλες θεολογικές διαφορές που αφορούσαν την αγαμία του κλήρου, την χρήση του άζυμου άρτου και την νηστεία.
Είναι, όμως, αυτά τα πραγματικά αίτια του σχίσματος ή υπήρχαν και άλλοι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό; Όταν ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στους πρώτους δύο αιώνες, διδασκόταν στα ελληνικά. Ωστόσο, η κύρια γλώσσα της Αυτοκρατορίας στην Δύση ήταν τα Λατινικά, ενώ στην Ανατολή τα Ελληνικά. Άρα, ήταν δυσκολότερο ο Χριστιανισμός να διαδοθεί στην Δύση και ευκολότερο στην Ανατολή. Επίσης, το Δυτικό μέρος της Αυτοκρατορίας έπεσε στα χέρια των γερμανικών φυλών το 476, ενώ η Ανατολική Αυτοκρατορία επέζησε (ως Βυζάντιο πλέον). Το Δυτικό μέρος αποξενώθηκε γρήγορα μετά την κατάκτησή του. Ακόμη, στην Δυτική Εκκλησία υπήρχε Θεοκρατία, σε αντίθεση με την Ανατολική. Θεοκρατία έχουμε όταν ο θρησκευτικός ηγέτης είναι και πολιτικός ηγέτης ταυτόχρονα. Άρα, ενώ Θεοκρατία δεν υπήρχε στην Ανατολική Εκκλησία (αφού ο Αυτοκράτορας ήταν πολιτικός ηγέτης και ο Πατριάρχης θρησκευτικός) υπήρχε στην Δυτική, στην οποία ο Πάπας ήταν απόλυτος (θρησκευτικός και πολιτικός) ηγέτης. Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπήρχαν βαθύτατες πολιτισμικές και φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Ο Πάπας Λέων Θ’
Οι βασικότεροι λόγοι, όμως, για τους οποίους προκλήθηκε το σχίσμα είναι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα έως και σήμερα, πολιτικοί. Η Εκκλησία είχε Πατριαρχεία με Επισκόπους που τα διοικούσαν στη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια και στην Ιερουσαλήμ. Παρόλο που στην αρχή αυτά συνεργάζονταν μεταξύ τους, οι ραγδαίες πολιτικές αλλαγές (η πτώση της Ρώμης, η ανάδυση του Ισλάμ, οι συνεχείς πόλεμοι) είχαν ως αποτέλεσμα το Πατριαρχείο της Ρώμης να απομονωθεί από τα υπόλοιπα και ο Επίσκοπος της Ρώμης άρχισε να δρα ανεξάρτητος, συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερη εξουσία στα χέρια του και κατά συνέπεια, να θεωρεί τον εαυτό του ηγέτη όχι μόνο της Δυτικής Εκκλησίας, αλλά και του Χριστιανισμού γενικότερα. Η Ανατολική Εκκλησία που είχε μια συλλογική οπτική δεν μπορούσε να μείνει ανέκφραστη απέναντι στις προκλήσεις της Δύσης και στην απόλυτη κυριαρχία του Πάπα. Ακόμη, η στέψη του Καρλομάγνου, τα Χριστούγεννα του 800 από τον Πάπα Λέοντα τον Γ’ με τον τίτλο του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αμφισβητούσε την μοναδικότητα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και την Οικουμενικότητα του τίτλου του. Ήταν φανερό πως η στέψη του Καρλομάγνου (ενός ανταγωνιστή στην Βυζαντινή αυτοκρατορική εξουσία) με την ευλογία του Πάπα, συνιστούσε κίνδυνο. Έτσι αναπτύχθηκε ένα κλίμα ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες που διεύρυνε το χάσμα μεταξύ τους.
Ακολούθησε τότε το μικρό Σχίσμα του 867 ανάμεσα στον Πατριάρχη Φώτιο Α’ και τον Πάπα Νικόλαο Α’. Σε εκείνο συζητήθηκε το θέμα του παπικού πρωτείου έναντι των άλλων τεσσάρων Πατριαρχείων. Αν και η διάρκεια του αυτού του σχίσματος δεν άντεξε στον χρόνο, συνέβαλε στην επιδείνωση του ανταγωνισμού και της καχυποψίας μεταξύ των δύο Εκκλησιών και αποτελούσε τον πρόδρομο για το κύριο σχίσμα του 1054.
Κατά συνέπεια, τον Ιούλιο του 1054 συγκροτήθηκε επιτροπή που αποτελούταν από τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον Φρειδερίκο της Λωραίνης (αρχιγραμματέα του Πάπα) και τον Πέτρο, Αρχιεπίσκοπο του Αμάλφι. Η Επιτροπή έφερε δύο επιστολές με αποδέκτες τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα. Η πρώτη αμφέβαλε για την κανονικότητα και την νομιμότητα της εκλογής του Πατριάρχη. Η δεύτερη εξέφραζε παράπονα για την συμπεριφορά του Πατριάρχη και απειλούσε με αντίποινα. Η αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Πατριάρχη στον οποίο επέδωσε την επιστολή, αλλά αποχώρησε καθώς εκείνος τους υποδέχθηκε με ψυχρότητα.
Στις 15 Απριλίου ο Πάπας Λέων Θ’ πέθανε και έτσι οι εκπρόσωποί του έχασαν κάθε νομικό κύρος. Έπρεπε να εκλεγεί νέος Πάπας για να συνεχιστεί η διαδικασία. Ωστόσο, η επιτροπή συνέχισε τις επαφές της με τον Αυτοκράτορα συνεχίζοντας να τονίζει τα παράπονά της για την Ανατολή. Ο Αυτοκράτορας προσπαθώντας να διατηρήσει την συμμαχία με την Ρώμη προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κλίμα ανοχής. Άκουσε τους προβληματισμούς της Δύσης και προέτρεψε τον Νικήτα Στηθάτο και τον Πατριάρχη Κηρουλάριο να μην αντιδράσουν υπερβολικά στις προκλήσεις της Δύσης. Αυτό ενθάρρυνε τον Πάπα Ουμβέρτο να προβάλει εντονότερα και ανεμπόδιστα τις θέσεις του. Τελικά, στις 16 Ιουλίου 1054 οι απεσταλμένοι του Πάπα άφησαν Βούλα στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας την ώρα του εσπερινού, με την οποία αφοριζόταν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο Λέωντας Αχρίδας. Ο διάκονος του ναού ζήτησε να την ανακαλέσουν. Εκείνοι αρνήθηκαν και ο διάκονος την πέταξε στον δρόμο.
Στις 20 Ιουλίου (λίγες μέρες μετά δηλαδή) ο Κηρουλάριος με παρουσία αυτοκρατορικών αξιωματούχων αναθεμάτισε τους συντάκτες του αναθέματος, με αποτέλεσμα οι Εκκλησιαστικοί ηγέτες των δύο Εκκλησιών να αναθεματίσουν τελικά ο ένας τον άλλον. Το σχίσμα των δύο Εκκλησιών ήταν πλέον και επίσημο. Οι Πατριάρχες της Ανατολής (της Αλεξάνδρειας και των Ιεροσολύμων) ακολούθησαν την στάση του Κηρουλάριου. Διέγραψαν, επίσης, το όνομα του Πάπα που υπήρχε στα δίπτυχά τους. Ο Πατριάρχης Πέτρος Αντιοχείας ήταν περισσότερο μετριοπαθής. Οι δύο Εκκλησίες προσπαθούσαν να τον προσεγγίσουν για να τον πάρει η κάθε μία με το μέρος της. Τελικά, ακολούθησε την Ανατολική Εκκλησία.
Για την Εκκλησιαστική Εξουσία στην Ανατολή το σχίσμα ήταν μία νίκη αφού πλέον ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ανεξάρτητος από τον Πάπα και την Δύση, άρα και η εξουσία του γινόταν μεγαλύτερη τόσο επί του Σλαβικού κόσμου όσο και επί των Πατριαρχείων της Ανατολής. Για την πολιτική εξουσία όμως (τον Αυτοκράτορα δηλαδή) το σχίσμα ήταν μια ήττα δεδομένου ότι διασπούσε την οικουμενική ενότητα του Κράτους. Επίσης, η επικοινωνία (πόσο μάλλον η συνεργασία) η οποία ήταν αναγκαία ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση δυσκολεύτηκε πάρα πολύ μετά το σχίσμα και αντιθέτως προκλήθηκε ένα κλίμα αμοιβαίου ανταγωνισμού και αντιπάθειας. Μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο όρος γραικός (που σημαίνει ελληνόφωνος χριστιανός) ήταν ένα αρνητικό επίχρισμα του όρου «βυζαντινός» και είχε ξεκινήσει να διαδίδεται ήδη από τον 9ο αιώνα (δηλαδή πριν το σχίσμα) από τους λατίνους με υποτιμητική διάθεση προς τους ελληνόφωνους χριστιανούς της Ανατολής. Δεν είναι υπερβολή να συμπεράνουμε πως το σχίσμα, εμποδίζοντας τον συμβιβασμό της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης με την Δύση, άνοιξε τον δρόμο προς την πτώση της Αυτοκρατορίας. Πράγματι, το ουσιαστικότερο σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών κορυφώθηκε με τις βίαιες συμπεριφορές που εκδήλωσαν οι Λατίνοι λεηλατώντας την Κωνσταντινούπολη το 1204. Τότε, πλέον αποκαλύφθηκε πασιφανώς κάτι που ήταν φανερό πολλούς αιώνες νωρίτερα: Ότι οι δύο Εκκλησίες αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς «κόσμους».